πολυπράγμονας

πολυπράγμονας
ο
1. αυτός που καταγίνεται με πολλά, πολυάσχολος.
2. που καταγίνεται με ξένες υποθέσεις, αδιάκριτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυπράγμονας — πολυπράγμων busy about many things masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοπράγμων — ον, Α αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές επιχειρήσεις, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυάσχολος — η, ο / πολυάσχολος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές 2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄσχολος (πρβλ. περι άσχολος)] …   Dictionary of Greek

  • πραγματοκόπος — ό, Α αυτός που αναμιγνύεται σε πολλές υποθέσεις, που ασχολείται με πολλά πράγματα, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • τυρβάζω — ΝΜΑ, και συρβάζω και στυρβάζω Α [τύρβη /σύρβη] (μσν. ενεργ. και μέσ. τυρβάζομαι, αρχ. μόνον το μέσ.) (συν. με την προθ. περί) ασχολούμαι με κάτι επιδεικτικά νεοελλ. φρ. «περί πολλά τυρβάζει» είναι πολυπράγμονας, ανακατεύεται σε όλα μσν. γλεντώ,… …   Dictionary of Greek

  • απράγμονας — ο αυτός που δεν ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, αδιάφορος, αμέριμνος (αντίθ. πολυπράγμονας): Απράγμονας όπως ήταν, δε γνώριζε πραγματικά τι χώριζε τους δυο αυτούς συχωριανούς του. Ουσ. απραγμοσύνη, η αμεριμνησία, αδιαφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”